- φάσφανο
- το / φάσγανον, ΝΜΑόργανο σφαγής, ξίφος, σπαθί, μαχαίριαρχ.1. το ξιφοειδές οστό, το ραχοκόκαλο ορισμένων ψαριών2. βοτ. α) το φυτό ξιφίον, κν. γνωστό σήμερα ως σπαθόχορτοβ) το φυτό ξάνθιον3. το φυτό ασπάλαθος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ., αβέβαιης ετυμολ., με επίθημα -ανον, δηλωτικό οργάνου (πρβλ. δρέπ-ανον, κόπ-ανον). Η σημ. τής λ. έχει οδηγήσει πολλούς μελετητές στη σύνδεση με το ρ. σφάζω* είτε μέσω τύπου *σφάγ-ανον (πρβλ. σφαγ-ή) με μετάθεση τού -σ- (πρβλ. σφάκος: φάσκον*, σφάκελος [II]: νεοελλ. φάσκελο*) είτε, κατ' άλλη λιγότερο πιθανή άποψη, μέσω τύπου *σφάγ-σκ-ανον. Πιθανολογείται επίσης ότι πρόκειται για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης (πιθ. σημιτικής), ενώ, αντίθετα, η σύνδεση με το αρχ. ινδ. khadga- «ξίφος» δεν θεωρείται πιθανή. Η λ., τέλος, απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. τού πληθ. pakana].
Dictionary of Greek. 2013.